Κασόλα, Κάρλο — (Carlo Cassola, Ρώμη 1917 – Μόντε Κάρλο, Μονακό 1987). Ιταλός συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του και κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο προσχώρησε στην αντιφασιστική αντίσταση. Τα πρώτα έργα του δημοσιεύτηκαν το 1941 και το 1942.… … Dictionary of Greek
Μητρόπουλος, Νικόλαος Κωνσταντίνος — (Nicholas Constantine Metropolis, Σικάγο 1915 – Λος Άλαμος 1999). Ελληνοαμερικανός φυσικομαθηματικός. Το 1936 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1941 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το ίδιο πανεπιστήμιο, στην πειραματική φυσική. Το 1943 … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ανδρέας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Προπάππους του Κλεισθένη από τη Σικυώνα. 2. Τύραννος της Σικυώνας. 3. Αθηναίος άρχοντας. 4. Γιος του ανδριαντοποιού Λύσιππου, ανδριαντοποιός και o ίδιος. 5. Μουσικός από την Κόρινθο. 6. Ιστορικός από την Πάνορμο της … Dictionary of Greek
Γαλλίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που εδρεύει στο Παρίσι.Ιδρύθηκε το 1963 με την έκδοση Ιδρυτικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου και υπάγεται. Περιλαμβάνει,… … Dictionary of Greek
Γκιτρί, Σασά — (Sacha Guitry, Πετρούπολη 1885 – Παρίσι 1957). Γάλλος ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας. Γιος του Λισιέν Γκιτρί (βλ. λ.), υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους πρωταγωνιστές του ονομαζόμενου θεάτρου μπουλβάρ. Στη γοητευτική προσωπικότητά του… … Dictionary of Greek
Ζαχάρωφ, Βασίλειος — (Μικρά Ασία 1849 – Μόντε Κάρλο 1936). Έλληνας επιχειρηματίας. Έδρασε κυρίως στην Ευρώπη και απέκτησε τεράστια περιουσία από το εμπόριο όπλων και πετρελαίου. Ήρθε νέος στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του, αρχικά ως διερμηνέας και… … Dictionary of Greek
Κέρτιζ, Μάικλ — (Michael Curtiz, Βουδαπέστη 1888 – 1962). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ούγγρου σκηνοθέτη του κινηματογράφου Μιχάλι Κέρτεζ (Mihaly Kertesz). Σπούδασε στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών και Θεάτρου της Βουδαπέστης και έκανε την πρώτη του δουλειά στο … Dictionary of Greek
Κυανή Ακτή — I (Côte d’Azur). Γαλλικό τμήμα της Ριβιέρας στην ακτή της Προβηγκίας. Εκτείνεται από τα γαλλοϊταλικά σύνορα έως τον κόλπο Λα Ναπούλ (και κατ’ επέκταση, αλλά λανθασμένα, έως τον κόλπο της Ιέρ). Η περιοχή χαρακτηρίζεται από τις απότομες απολήξεις… … Dictionary of Greek
Λιούμπιτς, Ερνστ — (Ernst Lubitsch, Βερολίνο 1892 – 1947). Γερμανός σκηνοθέτης και ηθοποιός του κινηματογράφου. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του σε ηλικία 19 ετών (1911), συμμετέχοντας στο Deutsches Theater του Μαξ Ράινχαρτ. Μέχρι το 1913 είχε ήδη πρωταγωνιστήσει σε… … Dictionary of Greek